Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

Σε Ψάχνω - Δώρα Σιτζάνη



Σε ψάχνω

στα λαμπρά σφαγεία των δρόμων,

στις νευρωτικές διαδρομές, σε σταθμούς και στοές.

Σε ψάχνω

στα μικρά τα stop, στ΄απαγορεύεται,

στα τρύπια μου χέρια,

στη θάλασσα που δε θα ‘ρθει ξανά

βαρέθηκε ν’ αλλάζει χρώματα για να την αγαπάμε

Σε ψάχνω

στις παλιές φωτογραφίες τις χλωμές

όπου δεν μπορώ να σε βρω, σε ρυθμούς και κραυγές

Σε ψάχνω

στον καθρέφτη που άφησες το πρόσωπο σου

και αυτός ράγισε,

μες στ΄ανθρωπομάρκετ το τρελό,

σκουπίδι και θεός μέσα στον πυρετό

Σε ψάχνω…

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

First We Take Manhattan - Leonard Cohen



First We Take Manhattan - Leonard Cohen (You Tube)
They sentenced me to twenty years of boredom
For trying to change the system from within
I'm coming now, I'm coming to reward them
First we take Manhattan, then we take Berlin
I'm guided by a signal in the heavens
I'm guided by this birthmark on my skin
I'm guided by the beauty of our weapons
First we take Manhattan, then we take Berlin

I'd really like to live beside you, baby
I love your body and your spirit and your clothes
But you see that line there moving through the station?
I told you, I told you, told you, I was one of those

Ah you loved me as a loser, but now you're worried that I just might win
You know the way to stop me, but you don't have the discipline
How many nights I prayed for this, to let my work begin
First we take Manhattan, then we take Berlin

I don't like your fashion business mister
And I don't like these drugs that keep you thin
I don't like what happened to my sister
First we take Manhattan, then we take Berlin

I'd really like to live beside you, baby ...

And I thank you for those items that you sent me
The monkey and the plywood violin
I practiced every night, now I'm ready
First we take Manhattan, then we take Berlin

I am guided

Ah remember me, I used to live for music
Remember me, I brought your groceries in
Well it's Father's Day and everybody's wounded
First we take Manhattan, then we take Berlin

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

Blue Sunset - Τραγουδάει ο Leonard Cohen



Έχω δει ένα ηλιοβασίλεμα που το βαθύ του μπλε χρώμα φύσηξε άνοιξη πάνω στη ζωή μου.....

Άνοιξη... κι ένα βιολί παίζει φλεγόμενο τις πρώτες νότες της.... ο χειμώνας φεύγει...
Σκύβεις στο αυτί και μου λες..
"Σ' αγαπώ, αλλά φοβάμαι"

Χορεύουμε μέσα στον άπληστο για θλίψη κόσμο,
σκύβεις στο αυτί μου και μου λες ...
"Σ' αγαπώ, αλλά φοβάμαι"

Γύρω μας παιδιά τραγουδούν την αυγή του τέλους του θλιμμένου κόσμου, κι εσύ σκύβεις στο αυτί και μου λες....
"Σ΄αγαπώ αλλά φοβάμαι"

Το σώμα σου τυλιγμένο μέσα σε ένα σεντόνι,
αγγίζει το φεγγάρι, που λαθραία μπαίνει από το παράθυρο...
Είσαι εκείνο το εφηβικό όνειρο...
Τώρα θυμάμαι... Με πλησιάζεις και μου λες...
"Σ' αγαπώ αλλά δεν φοβάμαι"

Αυτήν την όμορφη νύχτα τα ουρλιαχτά των σκύλων μπλέκονται
με τις πρώτες μουσικές μπάντες των τζιτζικιών....

Μπαίνει η άνοιξη... Σου δίνω το χέρι... "χορεύετε";
Μου δίνεις το χέρι....
Και πίσω οι τζιτζικόμπαντες σιγοτραγουδούν:

Dance me to your beauty with a burning violin
Dance me through the panic 'til I'm gathered safely in
Lift me like an olive branch and be my homeward dove
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love


Κι ο φόβος θλιμμένος παρακολουθεί το χορό μας....

Ξέρω ένα ηλιοβασίλεμα... όπου ο ουρανός αποκτά το βαθύ μπλε χρώμα της φωνής σου...
Ξέρω ένα ηλιοβασίλεμα... που το φως αναζητάει το βαθύ μπλε χρώμα της μορφής σου...

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Λέξεις - Διαβάζει ο Ian Curtis



Αυτές οι τελευταίες λέξεις ξυραφιές,

άσκοπα βήματα

Τι να σου δώσω να πάρεις στο ταξίδι σου;

Τι να χαρίσω στα δυο μικρά σου μάτια;

Ναι φοβάμαι... όπως τότε... θυμάμαι και φοβάμαι...

Ένας άυπνος πόνος ανεβαίνει σιγά σιγά....

Χαρούμενες λέξεις,

αποφυλακισμένες έννοιες σε έναν κόσμο γεμάτο χρυσάφι

Κι εσύ έφηβη τρελή μου έκρηξη,

φεύγεις για πάντα να γεμίζεις το κενό

Πορεύεσαι αντίστροφα στο χρόνο

Ζωγραφίζοντας το αιώνιο τέλος μας....

Άστεγες λέξεις

ξαπλωμένες στα κρύα πεζοδρόμια της ζωής

Ψάχνετε τοπο-ψυχές, αγάπες θλιμμένες να κουρνιάσετε

Ζητιάνες λέξεις, γυρολόγοι ζευγαριών που αγκάλιασαν τη λήθη

και γίναν σύννεφα...

πάνω από τους λαβύρινθους των πόλεων.

Φτωχές λέξεις, που ψάχνετε δρόμους και σοκάκια

απάνεμα και σκοτεινά, να κλείσετε τα μάτια και να ονειρευτείτε

όλα τα παιδικά χαμόγελα του ήλιου, που ζεσταίνουν τις καρδιές σας...

Άστεγες, ζητιάνες φτωχές μου λέξεις

Α-ταίριαστες, άναρχες, τρελές κι ερωτευμένες λέξεις -

παράθυρα στα ηλιοβασιλέμματα του ουρανού σου...

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

Ένα διαφορετικό SMS



Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει. Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο

και τα διαλυτικά σημεία στο "ι"

αντί ενός συνόλου συγκινήσεων

που κάνουν να λάμπουν τα μάτια,

που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο,

που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα

για να κυνηγήσει ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του

να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του

ή για την ασταμάτητη βροχή. Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.

Pablo Neruda


Στον φίλο Χ. (Ύψιστο)του διπλανού θαλάμου...


Γεια σου ρε φίλε Χ.... Δεν ξέρω σειρούλα, αλλά νιώθω σαν να κολλήσαμε στην εφηβεία... Ποτέ μου δεν κατάλαβα παλιόφιλε για ποιους λόγους πρέπει διαρκώς να αποδεικνύουμε την ανδρική μας ωριμότητα.... Ξέρεις αυτό το πεοκρατικό πρότυπο, που όλοι (φίλοι - φίλες, συγγενείς κι αδέρφια) έχουν για παντιέρα στη ζωή... Να μεγαλώσεις, να γαμηθείς να βρεις μια δουλειά που δε σ'αρέσει, να βγάλεις πέντε φράγκα, να κάνεις οικογένεια, να σκύψεις καλά τη μέση σε καθηγητές, καραβανάδες, διευθυντές, αφεντικά, και πάντα να ανεμίζεις το λάβαρο τους ... αυτό της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας ... Και αφού αποδείξεις πόσο μεγάλος Άνδρας είσαι (ενήλικος κι όχι κανα νιάναρο της γειτονιάς) να αρχίσεις να κερατώνεις τη γυναίκα σου, να επικοινωνείς με τα παιδιά σου μέσω του λογαριασμού τραπέζης, να λουφάρεις από τη δουλειά, να περιμένεις να γίνεις μικρό ή μεγάλο αφεντικό και τελικά να σε συνταξιοδοτήσει ο Χάρος....
Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί το όνειρο κάθε απελπισμένου είναι η Σύνταξη....
Γιατί σε έναν κόσμο Συνταξιούχων είναι αρρώστεια να μένεις έφηβος...(;)

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Τα παιδιά του Χειμώνα


Τα βράδυα των τηλεοπτικών ηλεκτροσόκ δύο παιδιά συνήθιζαν να πίνουν την οργή τους μέσα σε ένα ποτήρι γεμάτο γιατί....
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο ... τις ώρες που ο κόσμος βουτούσε μέσα στις σαββατιάτικες πολύβουες και πολύφωτες εξόδους... τα δυο παιδιά επέμεναν να αγγίζουν το ένα το άλλο μόνο με λέξεις βλέμματα, βαθιά μες τις ψυχές τους...
Πάνω σε ένα παγκάκι μέσα στο πάρκο της πόλης σχεδίαζαν μικρές καθημερινές ουτοπίες.... Τον Ισμαήλ να κάνει έρωτα με την Άννα, τον Γιωργάκη να' χει ένα πιάτο φαΐ... τον πατέρα του Γιάννη να έχει δουλειά, μία πόλη γεμάτη φωτιές και όνειρα, κι ένα μεγάλο ταξίδι στις εφτά θάλασσες του κόσμου...
Τα εξαγριωμένα πλήθη της Σαββατιάτικης Πλήξης περνούσαν περιφρονητικά μπροστά από τις μοναχικές συναντήσεις των δυο παιδιών.... με κατεύθυνση την πλησιέστερη μηχανή διασκέδασης και σκοπό τη βουτιά της οργή τους μέσα σε ένα ποτήρι γεμάτο απαγορεύεται... και.... πρέπει...

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού - Γιάννης Ρίτσος


Χτές βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν κάτου απ΄το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.

Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν στα νερά τη σκιά τους. Κι ήτανε σαν αγάλματα μικρά της ερημιάς και της γαλήνης.

Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.

Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.

Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.

Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα. Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι που ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν. Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.

Γι' αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.